ανώτατη τεχνική σχολή

ανώτατη τεχνική σχολή
η
Fachhochschule f

Griechisch-Deutsch-Wörterbuch. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Καλατράβα, Σαντιάγκο — (Μπενιμάμετ, Ισπανία 1951 –). Ισπανός αρχιτέκτονας. Τελείωσε τις εγκύκλιες σπουδές του στη γενέτειρά του. Στη συνέχεια σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών (1968 69) και στην Ανώτατη Τεχνική Σχολή Αρχιτεκτονικής (1969 74). Αργότερα μετέβη στη Ζυρίχη… …   Dictionary of Greek

  • Γκίεβερ, Άιβαρ — (Ivar Giaever, Μπέργκεν, Νορβηγία 1929 –). Αμερικανός φυσικός, νορβηγικής καταγωγής. Σπούδασε σε ανώτατη τεχνική σχολή στο Τρόνχαϊμ της Νορβηγίας και μετά εργάστηκε στο Γραφείο Ευρεσιτεχνιών στο Όσλο (1953 54). Το 1954 προσελήφθη στην εταιρεία… …   Dictionary of Greek

  • Μαλένκοφ, Γκιόργκι Μαξιμιλιάνοβιτς — (Georgy Maksimilianovich Malenkov, Όρενμπουργκ 1902 – Μόσχα 1988). Ρώσος πολιτικός. Μετά την Οκτωβριανή επανάσταση σπούδασε στην Ανώτατη Τεχνική Σχολή της Μόσχας. Το 1925 ήταν ιδιαίτερος γραμματέας του Ιωσήφ Στάλιν και στη συνέχεια έγινε μέλος… …   Dictionary of Greek

  • Στίλε, Χανς — (Stille). Γερμανός γεωλόγος (1876 – 1966). Σπούδασε στην Ανώτατη Τεχνική Σχολή του Αννόβερου και στο πανεπιστήμιο του Γκέτιγκεν. Διετέλεσε καθηγητής της Ανώτατης Τεχνικής Σχολής του Ανόβερου, του Ινστιτούτου της Λιψίας, του Γκέτιγκεν και του… …   Dictionary of Greek

  • Στόντολα, Άουρελ — Σλοβάκος μηχανικός (1859 – 1942). Σπούδασε στο πολυτεχνείο της Βουδαπέστης και στην Ανώτατη Τεχνική Σχολή της Ζιρίχης. Στη συνέχεια ολοκλήρωσε τις σπουδές του στα πανεπιστήμια του Παρισιού και του Βερολίνου. Το 1892 διορίστηκε καθηγητής της… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”